- τζογαδόρος
- ο, Ν1. αυτός που κόβει τα χαρτιά, μπαγκαδόρος2. συστηματικός, μανιώδης χαρτοπαίκτης3. (παροιμ.-φρ.) «τού τζογαδόρου η μάνα μια μέρα γελά και μια μέρα κλαίει» — δηλώνει ότι τα κέρδη από τα τυχερά παιχνίδια είναι εφήμερα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. giocatore «παίκτης»].
Dictionary of Greek. 2013.